- ἀλῆναι
- ἀλήμεναι, ἀλῆναι: see εἴλω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀλῆναι — εἴλω shut in aor inf pass (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek
ομοκλάω — ὁμοκλάω και ὁμοκλέω (Α) [ομοκλή] (επικ. τ.) 1. (ιδίως για πολλούς μαζί ανθρώπους) καλώ, φωνάζω, βοώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («μνηστῆρες δ ἅμα πάντες ὁμόκλεον», Ομ. Οδ.) 2. (για ένα πρόσ.) παροτρύνω, ενθαρρύνω κάποιον κραυγάζοντας, με δυνατή… … Dictionary of Greek